Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες

  • 1 Δᾶλος

    Δᾱλος originally Asteria, or Ortygia, a floating island, where Leto bore Apollo and Artemis.
    1

    τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν O. 6.59

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε P. 1.39

    Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα (v. Ἄρτεμις) N. 1.4 μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος ἐν ᾇ κέχυμαι sc. if I postpone the paean to Apollo already commissioned I. 1.4 χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 5. ]καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (coni. Housman, alii alia)

    Πα. 2.. ]Δᾶλον ἀγακλέα[ Pae. 4.12

    ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Πα... ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο fr. 140a. 58 (32). Δᾶλον ἀμφιρύταν. ?fr. 350.

    Lexicon to Pindar > Δᾶλος

  • 2 Εὔβοια

    Εὔβοια (-α, -ας, -αν.) where various athletic festivals were held, v. Σ, O. 13.159 Dr., I. 1.84 Dr. ἅ τ' Εὔβοια (sc. μαρτυρήσει ὅσα ἐνίκησε) O. 13.112
    1

    σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις I. 1.57

    Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες) Πα.. 3. Εὐ]βοίας επ[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 19.

    Lexicon to Pindar > Εὔβοια

  • 3 κτίζω

    κτίζω (aor. κτᾰσεν, ἔκτισσε, ἔκτᾰσαν; κτᾰσῃ; κτᾰσαιεν, κτίσσειεν: aor. med. ἐκτίσσατο, κτισσάσθαν: aor. pass. κτίσθη.)
    a found, establish cities,

    πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62

    κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.7

    ἐπεὶ κτίσθη νέον Troy O. 8.37 altars, sanctuaries,

    εὖτ' ἂν Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ τεθμόν τε μέγιστον O. 6.69

    ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα O. 7.42

    ἀγῶνα δ' Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῷ ἑξάριθμον ἐκτίσσατο O. 10.25

    κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89

    a line, people, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον (Mommsen: κτισάσθαν, κτησάσθαν, κτησάσθην codd.: sc. Pyrrha and Deukalion) O. 9.45
    b settle, colonize σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (Hermann: ἐκτήσατο cod.: sc. Αἴγιναν) I. 9.4 καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Pae. 5.39

    Lexicon to Pindar > κτίζω

  • 4 ναίω

    ναίω (ναίω, -εις, -ει, -ετε, -οισι; ναίων, -οντες, -οντας; ναίειν: impf. ἔναιε), ἔναιεν: aor. ἔνασσεν, -αν.)
    1 dwell in, on, among
    a of people c. acc.

    Ζεῦ, Κρόνιον ναίων λόφον O. 5.17

    τρίπολιν νᾶσον ναίοντας the family of Diagoras O. 7.19

    Δόρυκλος Τίρυνθα ναίων πόλιν O. 10.68

    αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν Χάριτες O. 14.2

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον (ναίοντ, τ' ἀίων v. l. ap. Σ.) P. 7.6

    Στροφίον ἐξίκετο Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36

    ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.3

    ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν προγόνων ἐυκτήμονα ζαθέαν ἄγυιαν N. 7.91

    Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶ> (supp. Boeckh, lacunam explens.) N. 10.84 τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι the family of Lampon I. 6.66 ναίω Θραικίαν γαῖαν a chorus of Abderitans speaks Πα. 2. 2. ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaks Pae. 4.21 c. prep. ἐν τᾷ γὰρ Εύνομία ναίει (sc. Κορίνθῳ) O. 13.6

    ἔκγονοι ὄχθαις ὕπο Ταυγέτου ναίοντες P. 1.64

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής (sc. Βάττος) P. 5.95 νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει ( Ἡρακλέης) I. 4.59 μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (supp. Snell.) Pae. 14.35 met. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα (loc. susp.) fr. 123. 14.
    b of things. δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει ( νάοισι Theon) P. 12.26
    2 aor. in causal sense.
    a make to dwell, settle Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων) P. 5.71
    3 ]γα ναλτ;ίγτ;ειν το[ (supp. Snell) Πα... ναιο[ P. Oxy. 659c.

    Lexicon to Pindar > ναίω

  • 5 νᾶσος

    νᾱσος (-ος, -ῳ, -ον; -ους.)
    1 island Thera:

    ἱερὰν νᾶσον λιπών P. 4.7

    ἐν τᾷδ' νάσῳP. 4.42 τάνδε νᾶσον ἐλθόντεςP. 4.52

    τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον P. 4.259

    Aigina:

    ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.24

    τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.3

    ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον; N. 5.15

    νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.46

    τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν, διαπρεπέα νᾶσον I. 5.44

    τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις I. 6.21

    σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.21

    ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος, ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125

    Rhodes:

    τρίπολιν νᾶσον ναίοντας O. 7.18

    ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.70

    Sicily:

    νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    Leuke: ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει: τὴν λεγομένην Λευκὴν ἀκτὴν ἐν Εὐξείνῳ πόντῳ Σ.) N. 4.50 Aegean islands: καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους, ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες) Pae. 5.39 isle of the blessed: μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (codd.: νᾶσος acc. Dorice byz.) O. 2.71 ]νασον[ Πα. 7. a. 7.

    Lexicon to Pindar > νᾶσος

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Συρακούσιος, που έζησε την εποχή της εκστρατείας των Αθηναίων εναντίον της Σικελίας (415 π.Χ.). Όταν έφτασαν οι πρώτες ειδήσεις για την εκστρατεία αυτή στις Συρακούσες, οι κάτοικοι δεν πίστεψαν τον Ερμοκράτη του… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • APATURIA — I. APATURIA Minerva ab Aethra sic dicta, quae per quietem ab ea monita, ut Sphaero sacrificaret, cum in insulam traiecisser, a Neptuno compressa, Palladis templum ibi erexit. Praetereaque constiturit, ut Troezemorum virgines zonas ante nuptias… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Μελάνθιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βοσκός του Οδυσσέα. Ο Όμηρος τον αποκαλούσε Μελανθέα. Είχε στενή φιλική σχέση με τους μνηστήρες, γι’ αυτό και ο Οδυσσέας διέταξε να τον συλλάβουν και να τον κρεμάσουν μετά τη μνηστηροφονία. II… …   Dictionary of Greek

  • Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»